ἀποτιληπορδίουμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτιληπορδίουμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτιληπορδίουμαι Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ μεταγν. σιληπορδῶ. Ἰδ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 69. Πβ. καὶ ἁπλοῦν τσιληπορδῶ.

Σημασιολογία

Ἐξογκοῦμαι τὴν κοιλίαν ἐκ πολυφαγίας, σκωπτικῶς: Ἔφαε ἔφαε τ’ ἐπετιληπορδίε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/