ἀποτσιτσιλοῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσιτσιλοῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτσιτσιλοῦμαι Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τσιτσίλιν.
Σημασιολογία
Πάσχω ἐξόγκωσιν τοῦ τσιτσιλιˬοῦ, ἤτοι τοῦ ὀμφαλοῦ (οἱονεὶ ἀποβολὴν του) ἕνεκα ἰσχυροῦ γέλωτος ἢ κραυγῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA