ἀποχτένισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχτένισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποχτένισμα τό, Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀποκτένισμα.
Σημασιολογία
Συνήθως ἐν τῷ πληθ., ἀποχτενίδι 1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA