ἀποτσιφιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτσιφιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτσιφιˬάζω Μῆλ. ἀποτσιφει͜ῶ Μῆλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετικοῦ.

Σημασιολογία

Προσβάλλω: Σηκώνεται καὶ τὰ λέει ὅλα καὶ τὴν πρωτυτερινή του κατάστασι ὀμπρὸς τσῆ γυναίκας του τσῆ βασιλοπούλλας καὶ τὴν ἀποτσίφιˬασε (ἐκ παραμυθ.) Τότες ἀποτσιφιˬάστηκε ἡ βασίλισσα καὶ ἀπόμεινε σὰν ἀποσβολωμένη (ἐκ παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/