ἀποζαρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζαρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποζαρώνω ’Αθῆν. Θρᾴκ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Χίος -ΔΚαμπούρογλ. 'Αθηναϊκ. διηγ. 140 Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 202 ΝΧαλιορ. Ὑδρέικ. θρύλ. 104 ἀπουζαρώνου Σκόπ. ’ποζαρώνω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ζαρώνω.
Σημασιολογία
1) Ρικνῶ, συστέλλω τι τελείως ᾿Αθῆν. κ.ἀ. -ΝΧαλιορ. ἔνθ' ἀν.: Ἦταν ζαρωμένο τὸ ροῦχο σου, τώρα ποῦ κάθεσαι ἔτσι τ᾽ ἀποζάρωσες ᾿Αθῆν. Μὲ τεντωμένα τὰ κουρασμένα τους ματάκιˬα ποῦ ἀποζάρωνε τὸ ἀσθενικὸ φῶς τοῦ λυχναριˬοῦ ΝΧαλιορ. ἔνθ' ἀν. Καὶ ἀμτβ. ρικνοῦμαι, συστέλλομαι τελείως ᾿Αθῆν. Θρᾴκ. Σκόπ. Χίος –ΑἘφταλ. ἔνθ' ἀν.: ᾿Εβράχηκε τὸ ροῦχο κ’ ἐποζάρωσε Χίος Τὸ παιδὶ εἶναι βοτάνι κιˬ ὅσο τὸ χαδεύῃς μαραίνεται κι ἀποζαρώνει ΑἘφταλ. ἔνθ’ ἀν. β) Μεταφ. ἀποβάλλω τὴν ὁρμητικότητα, τὴν ζωηρότητα, καθίσταμαι φιλήσυχος ΔΚαμπούρογλ. ἔνθ’ ἀν.: Τώρα ὁ Ἀργύρης ἔχει ἀποζαρώσει, κοίταζε τὴ δουλε͜ιά του, τὸ σπιτάκι του, τὰ παιδάκιˬα του καὶ δὲν ἔδιδε κἀμμίαν ἀφορμὴν συγκρούσεως πρὸς τὸν παντοδύναμον Σιδέρην. 2) ’Εξαφανίζω τὰς πτυχάς, ξεζαρώνω Πόντ. (Σάντ.) Καὶ ἀμτβ. παύω νὰ εἶμαι ζαρωμένος, διαστέλλομαι Κύπρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὅταν ’ποζαρώσῃ ἡ φακῆ, κατέβασέ την Κύπρ. Ζαρών’ κιˬ ἀποζαρών’ τὸ ξύλον Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA