ἀποζένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποζένω (Ι) ἀμάρτ. ’ποζέω Κύπρ. (Πάφ.) 'ποζέν-νω Κύπρ. ᾿πογζέν-νω Κύπρ. (Μαραθάσ.) Μετοχ. ’πογζεμένος Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποζέω. Διὰ τοὺς εἰς –έν-νω τύπ. ὡς ἐκ τοῦ ἀορ. ἐπόζεσα προελθόντας ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 37 (1925) 73.
Σημασιολογία
Βυθίζω τι ἐντὸς ζέοντος ὕδατος πρὸς ταχυτέραν ξήρανσιν καὶ διατήρησιν, ἐπὶ καρπῶν, οἷον σύκων, σταφίδων κττ., ἢ καὶ ἀπεξηραμμένων θαλασσίων διὰ νὰ καταστοῦν μαλακώτερα: ’Επόγζεσεν τὰ σταφίδκιˬα. Νὰ ᾿πογζέσῃς καὶ τ᾿ ἀπόχτιν νὰ μὴ σαρακιˬάσῃ (ἀπόχτιν=κρέας παστό). Ἔν’ ᾿πογζεμένες οἱ ἐλα͜ιές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA