ἀπόχτημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόχτημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόχτημα τό, λόγ. σύνηθ. ἀπόχτισμα Νάξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχτῶ, παρ’ ὃ καὶ ἀποχτίζω.
Σημασιολογία
Πολύτιμον κτῆμα λόγ. σύνηθ.: Αὐτὸ τὸ κατάστημα εἶναι ἀπόχτημα γιˬὰ τὸν τόπο μας λόγ. σύνηθ. «Ἡ γλῶσσα τοῦ λαοῦ εἶναι μορφώσεως καὶ προόδου ἀπόχτημα» ΚΠαλαμ. Γράμματ. 1,169.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA