ἀποχτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχτίζω κοιν. ἀποχτίζ-ζω Χίος ἀπουχτίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀποχτίνω Πελοπν. (Μάν.) ἀποχτένω Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) ’ποχτίζω Α.Κρήτ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποχτίζω. Πβ. Χρον. Μορ. Ρ. στ. 2656 (ἔκδ. JSchmitt) «ἕως οὗ καὶ ἀπόχτισεν τὸ κάστρο τὸ Χλουμούτσι».
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸ κτίσιμον κοιν.: Αἴνιγμ. Δράκως πύργον ἔχτισε | κιˬ ἀπόχτισε, ἔπεσε κιˬ ἀπόθανε | καὶ πάλιν ἀνεστήθη (ὁ μεταξοσκώληξ) Κάρυστ. || ᾌσμ. Κιˬ ἀπῶς τὴν ἀποχτίσανε οἱ --ἄgελοι τὴν Πόλι, στέκου gαὶ συdηροῦ dηνε κιˬ ἀποθαμάζουdαί την Κρήτ. Κιˬ ὅ,τι τὸν ἐποχτίζ-ζασιν κοντὰ νὰ τὸν τελει͜ώσουν γλέπουν τὸν Χάρων κ’ ἔρκεται ’ς τ’ ἄλογον καβαλ-λάρις Χίος (Καρδάμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA