ἀποζεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποζεύω πολλαχ. ἀποζεύγω Θήρ. Κρήτ. (Ρέθυμν.) Νίσυρ. κ. ἀ. -Κορ Ἄτ. 2,58 Λεξ. ᾽Ηπίτ. (λ. ἀποζεύγνυμι) ἀποζεύγου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀποζέφω Θήρ. Κάρπ. Χίος ἀπουζέφτου Σαμοθρ. ᾿ποζεύγω Κάλυμν. Κάσ. ᾽ποζέγνω Κύπρ. ’ποζέχνω Κύπρ. Ρόδ. Μέσ. ἀποζέχκομαι Πόντ. (Σταυρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποζεύγνυμι.
Σημασιολογία
1) Λύω ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ τὰ ἐζευγμένα ζῷα, ἀποζευγνύω πολλαχ.: ’Πόζεξε τὰ βούδκιˬα τ᾽ ἐνύχτωσεν Κύπρ. ’Εποζέξαμεν τὰ βούδκιˬα τ’ ἐφύασιν αὐτόθ. ᾽Ακόμη ᾽λ-λίην ὥραν τ’ ᾿εν-νὰ ᾿ποζέξω (᾿εν-νὰ=θενὰ, θὰ) αὐτόθ. Συνών. ἀποδένω 3, ξεζεύω. 2) ᾿Απαλλάττω τοῦ φόρτου, ἀποθέτω τὸν φόρτον, ἀποφορτίζω Κάλυμν. Κάρπ. ᾿Επόζεψα τὸ μονοφόρι νὰ ξεκουραστῶ μιˬὰν ὥρην (μονοφόρι=ξύλον ἐπὶ τοῦ ὤμου φερόμενον) Κάρπ. Συνών. ξεφορτῶνω. β) Μέσ. ξεσφίγγομαι Πόντ. (Σταυρ.): ᾎσμ. Ζέχκεσαι κιˬ ἀποζέχκεσαι νὰ φέρτς πολλὰ χορτάρ, κἀν’νὸς καρδία ’κὶ πονεῖ γιˬὰ τ’ ἐσὰ τὰ ποδάρ. 3) Θέτω, τοποθετῶ Κάσ. Σαμοθρ.: Ποῦ τ’ ἀπόζιψις κὶ δὲ dοὺ βιίσκου; (εὑρίσκω) Σαμοθρ. ᾽Ουνὰ τ᾿ ἀπουζέφτουμ’ γούλη μία (ἐδῶ τὸ τοποθετοῦμεν ὅλη μέρα, πάντοτε) αὐτόθ. Σέbα κιˬ ἀπόζιψέ του ἀπὸ ᾿ς τοὺ μ᾿χαί (ἔμπα καὶ τοποθέτησέ τον ἐπάνω εἰς τὸ μπουχαρί, τὸ τζάκι) αὐτόθ. 4) Περατῶ, τελειώνω τὴν ζεῦξιν Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Χίος κ.ἀ.: Ἔζεψε ὁ πατέρας σου; -Οὔ, ἔζεψε κιˬ ἀπόζεψε Αὐλωνάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA