ἀποζηλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζηλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποζηλεύω Μύκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ζηλεύω.
Σημασιολογία
Καταλαμβάνομαι ἀπὸ ἀντιζηλίαν: ᾿Εποζήλεψα μὲ τὸ ναύτη μου ποῦ σὲ πήρενε γυναῖκα. Συνών. ζηλεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA