ἀποζητῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζητῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποζητῶ Θρᾴκ. Ἰθάκ. κ.ἀ. -ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 2,167 καὶ Βωμ. 77 ΓΞενοπ. ᾿Αναδυομ. 149 ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 2,14 καὶ Χριστούγ. Θρᾴκ. 13 ΚΜπαστ. 20 -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀποζητάω Κεφαλλ. (᾽Αργοστ.) κ.ἀ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,127 ΑΛασκαράτ. Ἤθη 155 -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπουζ’τῶ Ἤπ. ἀπουζ’τάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’ποζητῶ Κύπρ. Νίσυρ. ᾿ποζητάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποζητῶ.

Σημασιολογία

1) Σφόδρα ζητῶ, ἐπιθυμῶ τι Ἤπ. Θρᾴκ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κύπρ. Νίσυρ. -ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. ΚΜπαστ. ἔνθ’ ἀν. ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ.: Εἶχε τὴν ἰδέα πῶς ἡ γυναῖκα ὥσπου νὰ πεθάνῃ στρέγει τὴν παντρε͜ιὰ καὶ τὴν ἀποζητᾷ ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ χώρα, ἔλεγαν οἱ γέροι, τοὺς ἀποζήταγε καὶ τὴν ἀποζήταγαν ΓΞενόπ. ἔνθ᾽ ἀν. Τὸ κάθε ζῷο ἀποζητᾷ τὴ σιγουριˬὰ καὶ τὴν καλὴ θροφὴ γιὰ τὸ νεˬογέννητο σπλάχνο του ΚΜπαστ. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. ᾽Εγλυκάθη ἡ γρα͜ιὰ ’ς τὰ σῦκα, | καθημέρα τ᾽ ἀποζήτα (ἐπὶ τοῦ δυσκόλως ἀποβάλλοντος εὐχάριστόν τινα ἕξιν. Πβ. καὶ ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,131) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Ἔχεις μηλεˬὰ ᾽ς τὴν πόρτα σου καὶ κλῆμα ᾿ς τὴν αὐλή σου, κάμνει σταφύλι ραζακί, κάμνει κρασὶ μοσκᾶτο κιˬ ὅπου τὸ πιˬῇ ᾿νεσαίνεται καὶ πάλιν 'ποζητᾷ' το (’νεσαίνεται=ἀνασαίνει, ἀνακουφίζεται) Νίσυρ. -Ποίημ. . . . νὰ χαιρετίσῃς τὴ μάννα, τὸν πατέρα σου, τὴ γῆ τὴ μητρική σου, ποῦ ἀποζητάει τὴ νεˬότη σου, τὸ χέρι, τὸ σπαθί σου ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. β) ’Επιθυμῶ πολύ, ἐπὶ θηλέων ζῴων ὀργώντων πρὸς συνουσίαν Κύπρ.: Ζητᾷ ταὶ ᾽ποζητᾷ ἡ φοράδα τ’ ’ὲν-ι-βρίσκω ἅπ-αρον νὰ τὴν σύρω. Συνών. γυρεύω. γ) Ἐπιθυμῶ, ἐπιζητῶ τι ἐλλεῖπον, ἀπολεσθὲν Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ -ΚΠαλαμ. Βωμοὶ ἔνθ’ ἀν. ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν. ΠΠαπαχριστοδ. Χριστούγ. Θρᾴκ. ἔνθ᾽ ἀν. -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Τὸν ἐχάσαμε τὸν πατέρα μας τσαὶ τὸνε ᾿ποζητᾶμε κάθε λίγο τσαὶ λιγάκι Αὐλωνάρ. Θὰ μὶ χάῃς κὶ θὰ μ’ ἀπουζ’τήσ’ς Ζαγόρ. ᾽Αποζήτουνα κάθε φορὰ τὴ σπηλα͜ιὰ τῶν γονέων μου ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ᾽ ἀν. Τὰ γῦρο βουνὰ χιονισμένα καὶ κουκουλλωμένα, οἱ πολιτεῖες ᾿ς τὸ διˬάβα τους βρεγμένες καὶ μουσκεμένες ἀποζητοῦν τὸ λαχταριστὸ νήλιο ποῦ βδομάδες τώρα δὲν ξεμύτισε ἀπὸ τὰ βαρεˬὰ σύγνεφα ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Μὴν τὴν εἴδατε, διˬαβάτες καὶ περάτες, τὴ γυναῖκα μου, τὴν ἀγαπητικε͜ιά μου; τὴν ἀποζητᾶν ἄντρας, παιδὶ καὶ σπίτι ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. δ) Ἐπιθυμῶ νὰ ἀνεύρω τι, ἀναζητῶ ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. ’Σ τὸ σπίτι ἐδῶ τί θέλεις; καὶ πο͜ιὸν ἀποζητᾷς; Ἡ σημ. καὶ παρὰ Μόσχ. Λειμωνάρ. (P.G. 87,3,2908c) «ὡς οὖν ἦλθον ἐν τῇ Λαύρᾳ ἀπεζήτησαν τὸ κελλίον αὐτοῦ». 2) Παύω νὰ ὀργῶ πρὸς συνουσίαν, εἰδικῶς ἐπὶ τῶν θηλέων ζῴων τῶν ὁποίων παρῆλθεν ὁ ὀργασμὸς Κύπρ.: ’Εζήτησεν ἡ φοράα μου τ’ ὅσον νὰ βρῶ ἅπ-παρον νὰ τὴν σύρω ἐποζήτηοεν. Ἡ γαάρα μου ἦτον ζηταρgά, ἀμ-μὰ ’ὲν τὴν ἄφησα νὰ τὴν ἀπ-πηήσῃ ὁ γάρος, ἐπῆρα την εἰς τὸν ἅπ-παρον, ἀμ-μὰ ὅσον νὰ πάῃ ἐποζήτησεν (ἦτον ζηταρgὰ=εὑρίσκετο ἐν ὀργασμῷ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/