ἀποζουλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζουλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποζουλίζω Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ζουλίζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκτυλίσσω, ἐπαναφέρω συνεστραμμένον τι εἰς τὴν ἀρχικήν του θέσιν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ Χαλδ.): ᾿Αποζούλτσον τὸ κοινὶν ἀσ’ σὸ ποδάρ’ τ᾿ ἀλογοῦ (ἀσ’ σὸ=ἀπὸ τὸ) Χαλδ. ᾿Αποζούλτσον τὸ κουβάριν Κερασ. ᾽Επεζουλίεν ἡ τζάμ ’τ’ς (ἡ πλεξίς της) Τραπ. Πβ. ξεμπλέκω, ξεστρίβω. 2) Ψαύων τὴν κοιλίαν ἐγκύου γυναικὸς διὰ καταλλήλων κινήσεων ἀποκαθιστῶ εἰς τὴν ἀρχικὴν αὐτοῦ θέσιν τὸ ἕνεκα αἰτίας τινὸς μετακινηθὲν ἔμβρυον Πόντ. (Χαλδ.): Ἔρθεν ἡ μαμμὴ κ᾿ ἐπεζούλτσεν τὴν νύφεν. 3) Συνθλίβω, συμπιέζω τι πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ ἐμπεριεχομένου ὑγροῦ Χίος: ᾿Εποζούλισα τὴ ντομάτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA