ἀποζούμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζούμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποζούμι τό, Ἤπ. Μύκ. Πελοπν. (Λακων. Σιβ.) Σκοπ -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀποζούμ’ Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) ᾿ποζούμιν Κύπρ. 'ποζούμι Ρόδ. ἀπόζουμο Θρᾴκ. -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ’μπόζουμο Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ζουμί. Ὁ τύπ. ἀπόζουμον καὶ μεσν. ᾿Ιδ Ὀρνεοσόφ. 542. Διὰ τὸν μετασχηματισμὸν ἰδ. Γχατζιδ. ΜΝΕ 2,179 κἑξ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὑπόλειμμα ζωμοῦ, ὀποῦ Θεσσ. (Ζαγορ.) Κύπρ. Πελοπν.(Σιβ.) Σκόπ -Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. 2) Τὸ ἐκ τῆς πλύσεως τῶν μαγειρικῶν σκευῶν καὶ πινακίων ἀκάθαρτον λιποβριθὲς ὕδωρ Θρᾴκ. Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀποπλύδι, ἀπόπλυμα, ξέπλυμα. 3)Φαγητὸν μὲ πολὺν ζωμὸν καὶ ἑπομένως κακῶς μαγειρευμένον Ρόδ. Συνών. νεροζούμι. 4) Τὸ ἐκ τῆς μπουγάδας κατασταλάζον ὕδωρ Ρόδ. 5) ’Αφέψημα χόρτων Μύκ. Συνών. ἀπόζεμα. Β) Μεταφ. 1) Κατὰ πληθ., τὰ ἐκ πλήθους ἀντικειμένων μετὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν καλυτέρων ἀπομένοντα ἄχρηστα Ἤπ.: Γνωμ. Διˬαλέοντας διˬαλέοντας ἐπῆρε τ᾽ ἀποζούμιˬα (ἐπὶ τοῦ λίαν διστακτικοῦ, ἐν τέλει δὲ ἀποτυγχάνοντος). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδιˬαλέγι. 2) Πληθ., τὰ τελευταῖα τέκνα γονέων γερόντων Ἤπ. Πβ. ἀποζούρι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/