ἀποζυγιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζυγιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποζυγιˬάζω ἀμάρτ. ἀποζυάζω Νάξ. ('Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ζυγιˬάζω.
Σημασιολογία
Περατῶ τὸ ζύγισμα, παύω νὰ ζυγίζω: Αὔριο θ᾿ ἀποζυάσω! Ὁ δεῖνα κοντεύγει ν᾿ ἀποζυάσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA