ἀποζυγώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζυγώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποζυγώνω Κρήτ. (Σέμπρον. κ.ἀ.) Πόντ. (Ὄφ.) -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ζυγώνω. Ἡ λ. καὶ ἐν Γύπαρ. πρᾶξ. Β στ. 137 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 208).

Σημασιολογία

1) ᾽Ακολουθῶ κατὰ πόδας, καταδιώκων πλησιάζω Κρήτ. (Σέμπρον. κ.ἀ.) -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: ᾎσμ. Ρωμα͜ιοὶ μ᾽ ἀποζυγώνανε κιˬ ἄφηκα τ’ ἄρματά μου γιˬὰ νὰ γλυτώσω τὴ ζωή, νὰ ’ρθῶ εἰς τὰ παιδιˬά μου Κρήτ. Ο͜ἱ ὀχτὼ τσ’ ἀποζυγώνουνε κιˬ ὥστε νὰ κατεβοῦσι εἰς τὰ Μεσκλά ’ς τὸν ποταμὸ δώδεκα καταλυˬοῦσι (καταλυˬοῦσι=φονεύουν) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Γύπαρ. ἔνθ᾽ ἀν. «τὸ λάφι ἀποζυγώνοντας τόση εἶμαι κουρασμένη | ὁποῦ ᾽ρθα σὲ ὥρα δυὸ φορὲς νὰ πέσω λιγωμένη». Συνών. ἀπογλακῶ 1. ΙΙ) ᾿Αναλαμβάνω ἐκ λιποθυμίας Πόντ. (Ὄφ.): ’Εζύγωσε καὶ χάρ’ ἐπεζύγωσε (χάρ’=νά, ἰδού). Συνών. ἀπολιγοθυμῶ, ξελιποθυμῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/