ἀποζυμώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζυμώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποζυμώνω σύνηθ. ἀποζουμώνω Πόντ. (Χαλδ.) ἀπουζ'μώνου Σάμ κ.ἀ. ’πιζ’μώνου Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ζυμώνω. Ὁ τύπ. ᾽πιζ’μώνου κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν ἐπί.
Σημασιολογία
1) Περατῶ τὸ ζύμωμα συνήθως τοῦ ἄρτου σύνηθ.: Ζύμωσε ἡ μάννα σου; -Οὔ, ζύμωσε κιˬ ἀποζύμωσε! ᾿Αθῆν. Μὴ dοὺν ἀνάψιτι dοὺ φοῦρνου, γιατὶ ἀκόμα δὲ ᾿bιζύμουσα Ἴμβρ. || ᾎσμ. Προτοῦ νὰ κοσκινίσωμε, καλῶς τὸν κύρ-Βασίλει! τώρα π’ ἀποζυμώσαμε, ἔξω, μωρὲ κασσίδη! (ἐπὶ ἀχαρίστου ἀπαρνουμένου τοὺς βοηθήσαντας αὐτὸν εὐθὺς ὡς παύσῃ νὰ ἔχῃ τὴν ἀνάγκην των) Σῦρ. β) Ἐξ ὁλοκλήρου ζυμώνω τι σύνηθ.: Τοὺς ἀποζύμωσε τοὺς λουκουμᾶδες. 2) Κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ ζυμώματος ἐξαφανίζω καὶ τὰ τελευταῖα ἴχνη τοῦ μὴ ἀναμιχθέντος εἰσέτι ἀλεύρου μεταβάλλων αὐτὰ εἰς ζύμην Πόντ. (Χαλδ.): ᾿Αποζουμώνω τ’ ἀλεύρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA