ἀποχιˬονίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχιˬονίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποχιˬονίδι τό, ἀμάρτ. ’ποονίδιν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποχιˬονίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. -ίδι.
Σημασιολογία
1)Συνήθως πληθ., αἱ τελευταῖαι νιφάδες τῆς χιόνος αἱ πίπτουσαι ἐν ὑδαρεῖ καταστάσει ἢ βροχὴ ψυχρὰ καὶ χιονώδης Κύπρ. Συνών. χιˬονόβροχο, χιˬονόνερο. 2)Χιὼν Κύπρ.: Ἐστοίβασεν ’ποονίδιν ’ς τὸ δεῖνα μέρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA