ἀποχλιˬαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχλιˬαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχλιˬαίνω Πελοπν. (Μάν.) ἀπουχλιˬαίνου Μακεδ. ἀποχιˬαίνω Κεφαλλ. ’ποχλιˬαίνω Ρόδ.

Ετυμολογία

'Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χλιˬαίνω. Ὁ τύπ. ἀποχιˬαίνω κατ’ ἀποβολὴν τοῦ λ διὰ τὴν ἑπομένην συνίζ. τοῦ συμπλέγματος ιˬαι, καθ’ ἃ καὶ πεˬὰ ἐκ τοῦ πλεˬά, πεˬὸ ἐκ τοῦ πλεˬὸ κττ. Πβ. καὶ ἥλιˬος-ἥγιˬος, παλα͜ιὸς-παγα͜ιὸς κττ.

Σημασιολογία

1)Μετβ. ἀφίνω ἢ κάμνω τι ν’ ἀποβάλῃ τὴν θερμότητά του Μακεδ. Πελοπν. (Μάν): Ν’ ἀπουχλιˬά’ς τοὺ νιρὸ Μακεδ. 2)Ἀμτβ. καὶ παθ. ἀποβάλλω τὴν μεγάλην θερμότητά μου, γίνομαι χλιαρὸς Κεφαλλ. Μακεδ. Πελοπν. (Μάν.) Ρόδ.: Μωρή, φύσα το λίγο ν’ ἀποχλιˬάνῃ, γιˬατὶ θὰ καῇς Μάν. Ἄσε ν’ ἀποχιˬάνῃ λίγο τὸ φαεῖ κ’ ἔπειτα τὸ τρώς Κεφαλλ. Ἐπόχλιˬανεν ὁ φοῦρνος Ρόδ. Ν’ ἀπουχλιˬαθῇ τοὺ νιρὸ Μακεδ. Συνών. ἀπολοχάζω 1, ἀπολοχαίνω, ἀπομαίνω 4, ξελοχαίνω. β)Γίνομαι ὅλως χλιαρός, χάνω σχεδὸν ὅλην τὴν θερμότητὰ μου Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.: Ἀπόχλιˬανε τὸ χαμομήλι καὶ δὲν πίνεται Μάν. Ἀπόχλιˬανε ἡ σούππα καὶ γίνηκε μία συχασία αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/