ἀποζώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποζώνω Πόντ. (Κερασ. Σάντ Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀποζώννυμι.
Σημασιολογία
’Αφαιρῶ τὴν ζώνην τινὸς ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Απόζωσον τὸ μωρὸν Τραπ. Ἔ’ κ᾽ ἕναν ζουνάρ’ ἅμον θεόχτιστον, τῆ κιφαλί’ ἀχτε ζώκεται κιˬ ἀποζώκεται (ἔχει καὶ μίαν ζώνην ὡς ἀπὸ Θεοῦ κατασκευασθεῖσαν, ἥτις ζώνεται καὶ. λύεται ἀφ᾿ ἑαυτῆς. ᾿Εκ παραμυθ.) Κερασ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἡρωδιαν. Ἱστορ. 2,13,17 «κελεύω ἀποζῶσαί τε ὑμᾶς καὶ ἀποδύσαντας . . . γυμνοὺς ἀποπέμπειν» Συνών. ξεζώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA