ἀποχλομιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχλομιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχλομιˬάζω Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀποχλωμιˬαίνω) Μετοχ. ἀπουχλουμιˬασμένους Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χλομιˬάζω. Ὅτι ἡ λ. παλαιὰ μαρτυρεῖ ἡ μετοχ. ἀποχλομιˬασμένος ἐν Θυσ. Ἀβραὰμ στ. 414 (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 1, 237) «τὸ τέκνον τὸ καημένον . . . εἶν’ ἀποχλομιασμένον».
Σημασιολογία
Γίνομαι πελιδνός, ὠχρὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἀποχλόμιˬασε ἀπὸ τοὶς θέρμες Λεξ. Δημητρ. Μετοχ. ἀπουχλουμιˬασμένους=κάτωχρος, κατάχλομος Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών. ἀποχλομιˬαίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA