ἀποχλωρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχλωρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχλωρώνω Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾽Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χλωρώνω.

Σημασιολογία

Καθίσταμαι κιτρινοπράσινος, ὠχρός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/