ἀποχολίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχολίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχολίζω ἀμάρτ. ’ποχολίζω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. χολίζω ἢ τοῦ οὐσ. χολή.
Σημασιολογία
Ἀποβάλλω τὰς φροντίδας μου, ἀμεριμνῶ: Ἐτέλει͜ωσεν τὲς δουλει͜ές του τ’ ἐποχόλισεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA