ἀπόχοντρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόχοντρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόχοντρος ἐπίθ. Χίος ἀπόχοντρο τό, Πελοπν. (Μάν.)-Λεξ. Ψύλλ. 45 ἀπόχουντρου Σκόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. χοντρός.
Σημασιολογία
Α)Ἐπιθετικ. 1)Χονδραλεσμένος, ἐπὶ σίτου Χίος. 2)Μεταφ. δυσειδής, ἀσχημοπρόσωπος Χίος. Β)Οὐσ. 1)Ἀποχόντρι 1, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Μάν.) Σκόπ. 2)Ἀποχόντρι 2, ὃ ἰδ., Λεξ. Ψύλλ. 45.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA