ἀπόζωστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόζωστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόζωστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπέζωστος Νίσυρ. ‘πόζωστος Κύπρ. (Σολ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπόζωστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καλῶς ἐζωσμένος Κύπρ. (Σολ. κ.ἀ.) 2) Ἀνυπόδητος Νίσυρ.: ᾎσμ. Ὁ Χάρως ἐκατέαινε ἀπ᾿ τὸ μαρμαροούνι, λαλεῖ τοὺς νεˬοὺς ἀπέζωστους, τὲς νεˬὲς ξεγδυμνωμένες (μοιρολ. μαρμαροούνι=μαρμαροβούνι, λαλεῖ=ἐλαύνει, ὁδηγεῖ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA