ἀποχορταίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχορταίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχορταίνω Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.-ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. Χρόν. 13 καὶ 103-Λεξ. Γαζ. (λ. ἀποκορέννυμι).
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χορταίνω.
Σημασιολογία
1)Χορταίνω ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. 13: Ἴσως εἶχε ἀνάγκη ν’ ἀποχορτάσῃ τὸν ὕπνον ποῦ τοῦ χάλασε τοῦ πολέμου ἡ σαλαγή. 2)Χορταίνω τελείως Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.-Λεξ. Γαζ: Τρώς καὶ τρώς καὶ πότ’ ἀποχορτάσης; (πότε θ’ ἀποχορτάσῃς;) Κρήτ. Χόρτασα κιˬ ἀποχόρτασα μάλιστα, μπουκκεˬὰ δὲν πάει κάτω Μάν. 3)Χορτάσας πλέον τι ἀρνοῦμαι νὰ λάβω καὶ ἄλλο, ἀηδιάζω ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. 103: Τὸ βραστὸ σιτάρι καὶ τ’ ἀραποσίτι τ’ ἀποχόρτασε ἡ φρουρά, τ’ ἀρνει͜έται πεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA