ἀποχοχολώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχοχολώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχοχολώνω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χοχολώνω.

Σημασιολογία

Καθαρίζω μέρος τι σαρώνων αὐτὸ ἔνθ’ ἀν.: Ἐπεχοχόλωσα τὴν αὐλὴν Τραπ. Συνών. παστρεύω, σκουπίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/