ἀπόχρειο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόχρειο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόχρειο τό, ἀμάρτ. ’πόχρεια τά, Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. χρεία.

Σημασιολογία

Συνήθως ἐν τῷ πληθ., τὰ χρήσιμα, τὰ ἀναγκαῖα πράγματα, ἔπιπλα κττ.: Θὰ βάλω μέσα τὸ ’πόχρειά μου. Συνών. χρειασίδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/