ἀποθαρύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθαρύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποθαρύνω Λεξ. Μπριγκ. ἀπουθαρύνου Θεσσ. (Ζαγορ.) ’ποθαρύνου Εὔβ. (Ὄρ.) ἀπουθαρένου Μακεδ. (Λιτόχ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποθαρύνομαι.
Σημασιολογία
1) ᾿Αφαιρῶ τὸ θάρος τινός, ἀποθαρύνω τινὰ Μακεδ. (Λιτόχ.) Εὔβ. (Ὄρ.) -Λεξ. Μπριγκ.: Δὲ μὲ ’ποθαρύνεις Ὄρ. Συνών. ἀποθαρεύω 2. 2) ᾿Αποκτῶ πολὺ θάρος Θεσσ. (Ζαγορ.) Συνών ἀποθαρεύω 1, ἀποθαρῶ 1. ξεθαρεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA