ἀπόθεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόθεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόθεμα τό, Κρήτ. Χίος -Λεξ. Βλαστ. ἀπόθεμ-μα Νίσυρ. ᾽ποθιμα Ἤπ. (Χουλιαρ.) ’μόθεμα Κύπρ. Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποθέτω. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ π εἰς μ εἰς τὸν τύπ. ᾿μοθεμα ὡς καὶ ἀπαντέχω- ᾿μαντέχω, παντζάριˬα-μαντζάριˬα κτλ. ᾽Ιδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 35.
Σημασιολογία
Ἡ λ. ἤδη παρὰ Βλάχ. 1) Τὸ ν᾽ ἀποθέτῃ τις φερόμενον βάρος, φορτίον Σύμ. -Λεξ. Βλαστ. 2) Μέρος κατάλληλον πρὸς ἀπόθεσιν τοῦ φορτίου διὰ ν' ἀναπαυθῆ ἐπ᾽ ὀλίγον ὁ φέρων Νίσυρ. Χίος Συνών. ἀκκουμπιστήρα 2, ἀκκουμπίστρα 1, ἀποθέστρα, ἀποθετάρι 2, *ἀποθετῆρα, ἀποθετούρι, ἀποθώτρα. 3) Ἐπίχωσις, πρόσχωσις Κύπρ: ᾎσμ. Ταὶ τοῦμπες ταὶ ’μοθέματα οὕλα νὰ τὰ ποτίσῃ (τοῦμπες=μικροὶ γήλοφοι). 4) Χρηματικὸν περίσσευμα ἐξ οἰκονομιῶν Νίσυρ. 5) Πέρας, κατάπαυσις ᾄσματος Κρήτ. Διὰ τὴν τοιαύτην σημ. πβ. τὸ μεταγν. οὐσ. ἀπόθεσις. β) ’Επῳδὸς ᾄσματος Κρήτ. 6) Ἐπιμέλεια περί τι, περιποίησις, φροντὶς Ἤπ. (Χουλιαρ.): Τ᾿ ἄλουγου dαβράνd’σι ἀπ’ τοῦ κριθάρ’ κιˬ ἀπ’ τοῦ ᾽πόθιμα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA