ἀποθέρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθέρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποθέρισμα τό Πελοπν. (’Αρκαδ. Μάν.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν ᾿Ηπίτ Μ.᾽Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀποθέρισμαν Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. κ.ἀ.) ἀπουθέρ’σμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποθέριγμαν Πόντ. (Σάντ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀποθέρισμα.
Σημασιολογία
Τὸ τέλος τοῦ θερισμοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Τώρᾳ ’ς τ' ἀποθερίσματα ἦρθες κ᾿ ἐσὺ ᾿Αρκαδ. Μᾶς πέτυχε ’πάνου ’ς τ’ ἀποθέρισμα Μάν. ᾽Απάν’ ’ς τ᾽ ἀπουθέρ’σμα ἦρθα κ’ι’γὼ Αἰτωλ. Τώρα οὑ κόσμους βρίσκιτι ἀπάν’ ᾽ς τ᾿ ἀπουθέρ’σμα αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε 1059 (ἔκδ. JLambert) «θερίζω γῆς γεννήματα, ἔσπειρα μετὰ κόπου, | νὰ δεκαπλάσω τὸν καρπὸν εἰς τὸ ἀποθέρισμά μου». Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀποθέρι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA