ἀποθεριˬώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθεριˬώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποθεριˬώνομαι Πελοπν. (Λάκων.) ἀποθερῧμαι Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀποθηριοῦμαι.
Σημασιολογία
’Εξαγριώνομαι καθὼς θηρίον, ὀργίζομαι καθ᾽ ὑπερβολήν. Ἡ σημ. καὶ μεταγν Πβ. Πολύβ. 1,67,6 «οὐ γὰρ οἷον ἀνθρωπίνῃ χρῆσθαι κακίᾳ συμβαίνει τὰς τοιαύτας δυνάμεις, ὅταν ἅπαξ εἰς ὀργὴν καὶ διαβολὴν ἐμπέσωσι πρός τινας, ἀλλ᾽ ἀποθηριοῦσθαι τὸ τελευταῖον».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA