ἀποθετῆρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθετῆρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποθετῆρα ἡ, ἀμοθεχτῆρα Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποθέτω.
Σημασιολογία
Τόπος κατάλληλος, οἷον ὕψωμα γῆς, ὅπου ὁ φέρων φορτίον ἀποθέτει αὐτὸ πρὸς ἀνακούφισιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόθεμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA