ἀποθήκεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθήκεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποθήκεμα τό, κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποθηκεύω.
Σημασιολογία
Ἡ ἐν ἀποθήκῃ ἐναπόθεσις, ἀποθήκευσις: Ἀποθήκεμα καπνοῦ-σύκων-σταφίδος κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA