ἀποθολώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποθολώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποθολώνω λόγ. κοιν. ᾽ποθολώνω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. θολώνω.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ τι ἐντελῶς θολὸν κυριολ. καὶ μεταφ. λόγ. κοιν.: Ἡ ἀγάπη μᾶς ἀποθολώνει τὰ λογικά μας ΓΨυχάρ. Ἁγν.2 135. 2) ᾽Αποβάλλω τὴν θολότητα, γίνομαι διαυγὴς Κύπρ. : ᾎσμ. Βρύσι μου, ἂν ἐθόλωσες, πάλ’ ᾽εν-νὰ ᾽ποθολώσῃς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/