ἀποθυμαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθυμαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποθυμαίνω Κύπρ. ᾿ποθυμαίνω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. θυμός.
Σημασιολογία
᾿Αφίνω τὴν ὀργήν μου νὰ ἐκφύγῃ, ξεθυμαίνω: Πειράζεις τον ἐσοὺ ταὶ ’ποθυμαίνει ’πάνω μου. || ᾎσμ. Λαλεῖ του, πίσω πεθ-θερέ, ταὶ τὸ σπαθίν μου κόφκει. -Ἔει θρούμπους τ’ ἀρκό-ινους, δῶσ’ του νὰ ’ποθυμάνῃ. Τ’ ἡ φούχτα μου ᾿μυλ-λόδρωσε τ’ ’ὲν μπορ᾿ ἀποθυμάνω. Συνών. ἀποθυμανίσκω, ἀποθυμώνω, ξεθυμαίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA