ἀποκαβαλλικεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαβαλλικεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκαβαλλικεύω ἀμάρτ. ἀποκαβαλλ’κεύω Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποκαβαλλικεύω.
Σημασιολογία
Καταβαίνω ἀπὸ τοῦ ὑποζυγίου, ἀφιππεύω ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ὅποιος καβαλλ’κεύει ξένον ἄλεγον ὀλήγορα ἀποκαβαλλ’κεύει Κερασ. Συνών. ξεκαβαλλικεύω, ξεπεζεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA