ἀποκάβγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκάβγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκάβγω Κάρπ. ᾿ποgάβγω 'Αστυπ. Κάρπ. ἀποξάφνω Κρήτ. ᾿πεκάβγω Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποκάμπτω. Οἱ τύπ. ᾿ποκάβγω καὶ ἀποgάφνω κατὰ μετάθεσιν τοῦ ἐρρίνου.

Σημασιολογία

1) ’Απομακρυνόμενος ἐξαφανίζομαι ὄπισθεν ὐψώματος, οἷον λόφου ἔνθ’ ἀν.: ᾽Εποκάψασιν τὰ ὀζὰ ἐκεῖθ-θεν τ᾽ ἀκρίου Κάρπ. ’Επόκαψε καὶ ’ὲ φαίνεται αὐτόθ. || Παροιμ. Κάμε τοῦ λαγοῦ καλὸ | νὰ ᾽ποgάφτσῃ τὸ βουνὸ (ἐπὶ ἀχαρίστου. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,77) ’Αστυπ. Συνών. σκαπετῶ. β) Καθόλου, ἀπομακρύνομαι ᾽Αστυπ. Ρόδ. ᾿Απόγκαψε ὁ δεῖνα ᾽Αστυπ. 2) Μεταφ. ἀποθνήσκω Κρήτ. Συνών. πεθαίνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/