ἀποκαῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποκαῆς ἐπίρρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Μάν. κ.ἀ.) -ΑΠαπαδιαμ. Πεντάρφ. 117 ἀπουκαῆς Σάμ. ἀπογκαῆς Πελοπν. ’ποκαῆς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς φρ. ἀπὸ καῆς.

Σημασιολογία

1) Κυριολ. εὐθὺς μετὰ προηγουμένην ὄπτησιν ἄρτων, ἐπὶ τοῦ κλιβάνου, ὅταν πρόκειται νὰ πυρακτωθῇ ὁπότε δαπανᾶται ὀλίγη καύσιμος ὕλη ἔνθ’ ἀν.: Ὁ φοῦρνος εἶναι ἀποκαῆς καὶ δὲ θέλει πολλὰ κλαριˬὰ Πελοπν. ᾽Αποκαῆς τοῦ φούρνου ψήνω ψωμὶ αὐτόθ. Ἔβαλα τ’ ἁλάτι ᾿ς τὸ φοῦρνο ’ποκαῆς γιˬὰ νὰ ντὸ χερομυλίσω Κονίστρ. 2) Μεταφ. ἐν κραιπάλῃ, ἐπὶ κραιπαλῶντος καὶ δι’ ὀλίγου ποτοῦ πάλιν μεθυσκομένου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) -ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ' ἀν.: Τοῦτος εἶναι ᾿ποκαῆς, μ᾿ ἕνα ποτήρι κρασὶ θὰ μεθύσῃ πάλι Αὐλωνάρ. «Τὸ πρωὶ ἀποκαῆς ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἑσπερινὴν κραιπάλην δὲν ἐχρειάσθη περισσότερον ἀπὸ δύο μαστίχας διὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/