ἀποκαθαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαθαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκαθαρίζω Εὔβ. Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ. ᾽ποκαθαρίζω Κύπρ. -ΧΤζαπούρ. Πλάν ἔρ. 7 'ποκαχαρίζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀποκαθαρίζω.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Καθαρίζω, πλύνω, ἀποπλύνω τι Πόντ. (Τραπ.) 2) Καθαρίζω τι ἐντελῶς, τελειώνω τὸ καθάρισμα Εὔβ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.): Ὅσο νὰ ἀποκαθαρίσω τὰ λάχανα-τὸ σιτάρι κττ. Εὔβ. Πήγαινε σὺ ᾽ς τὴ δουλε͜ιά σου καὶ τ᾿ ἀποκαθαρίζω ᾿γὼ τὸ σ᾽τάρι Κρήτ. 3) Συνάγω τὸ ἀποτέλεσμα, ἐκκαθαρίζω, ἐπὶ λογαριασμῶν Κύπρ.: Ποίημ. Ἔν᾽ ἑκατὸν τὰ ἑκατὸν ἄρχως ποῦ τὰ τοκίζει, ἀμ-μὰ ’ν’ τὀ ἀλληλούια ποὺ τὰ ᾽ποκαθαρίζει (πβ. παροιμ. τὸ θυμιˬατὸ τὰ ξεκαθαρίζει ὅλα) ΧΤζαπούρ ἔνθ’ ἀν. Συνών. ξεκαθαρίζω. 4) Διακρίνω τὰ πράγματα ἀπ’ ἀλλήλων, δὲν συγχέω αὐτὰ, ἐπὶ ἀσθενοῦς ὁράσεως Κύπρ.: Τὰ μ-μάδκιˬα ᾽ὲν ἐμπλέπουν καλά, ᾿πωδὰ χαμαὶ ὥς ’τε͜ιὰ χαμαὶ ᾿ὲν ᾿ποκαθαρίζω τὸ πλάσμαν. Θωρῶ ἕναν πρᾶμαν, ἀμ-μὰ ’ὲν ᾿ποκαθαρίζω εἶντα ἔνι. Τώρα εἶδα το καλά, ἐποκαθάρισά το. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδιχάζω. Β) ᾽Αμτβ. 1) Καθαίρομαι ἀπὸ τῆς ἐμμήνου ροῆς ἢ τῶν ἐκκρίσεών μου ὡς λεχοῦς, ἐπὶ γυναικός, Κύπρ.: Ἡ δεῖνα ’ποκαθάρισεν. 2) Ὑπολείπομαι, μένω ὡς κατάλοιπον (οἱονεὶ μετὰ τὴν ἐκκαθάρισιν) Κύπρ.: 'Ποὺ τὰ παιδκιˬά του δκυˬὸ μανιχὰ ἐποκαθαρίσαν, τὰ ἄλλα οὕλ-λα ἐπεθάναν. Εἶχα ἑκατὸν αἶγες τ’ ἐποκαθαρίσαν εἴκοσι, ἐψοφήσαν οἱ ἄλλες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA