ἀποκάθαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκάθαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκάθαρο τό, Κρήτ. ’πικάθιρου Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκαθαρίζω. Περὶ τῆς ἀρκτικῆς συλλαβῆς πι -ἰδ. ΒΦάβην ἐν ᾿Αθηνᾷ 43 (1931) 91.
Σημασιολογία
1) Τὸ διὰ τοῦ καθαρισμοῦ ἐξαιρούμενον, τὸ ἀπόρριμμα Κρήτ.: Τ᾿ ἀποκάθαρα τοῦ σ’ταριˬοῦ. 2) Τὰ ὑπολείμματα τῶν ξαινομένων εἰς τὸ λανάρι ἐρίων Ἴμβρ.: Θὰ μαζώξου οὕλα τὰ ᾿πικάθιρα καὶ θὰ τὰ κλώσου νὰ φάνου ἕνα κ’λίμι γιὰ d’ γουνιˬά. Τοῦτου τοὺ κ᾿λιμνούδ᾽ ἀπ’ βλέπ᾽ς τού ’φαναμὶ τὰ ᾿πικάθιρα. Πβ. ἀποβούρτσιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA