ἀποκαθίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαθίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκαθίδι τό, Πελοπν. (Λακων. Σιβ.) Σῦρ. ἀποκατίδι Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκαθίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

Στερεὰ οὐσία καταπίπτουσα εἰς τὸν πυθμένα ὑγροῦ, ὑποστάθμη ἔνθ᾽ ἀν.: Τ’ ἀποκαθίδιˬα τοῦ καφὲ Σῦρ. Συνών. ἀποκατάντισμα, ἀποστραγγίδι, κατακάθι, καταπάτι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/