ἀποκαθίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαθίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαθίζω Πελοπν. (Μάν.) ᾿ποκαΐζω Κάρπ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀποκαθίζω.

Σημασιολογία

1) Κάθημαι πρὸς ἀνάπαυσιν, πρὸς συνομιλίαν κττ. Πελοπν. (Μάν.): Ἔλα ν’ ἀποκαθίσωμε. 2) Κάθημαι οἱονεὶ μετὰ πολὺν δρόμον, καταντῶ Κάρπ.: Παροιμ. Ἡ ἀανιˬὰ ’ποΰρισε, ᾽ς τῆς ἀανοῦς ἐπόκατσε (ἡ συκοφαντία καὶ διαβολὴ ἐπιστρέφει πάντοτε εἰς τὸν ἐπινοήσαντα αὐτήν. ἀανιˬὰ=ἀβανιˬὰ 1, ὃ ἰδ.) || ᾎσμ. Καὶ πῆεν κ’ ἐποκάισε ᾽ς τό ’ρημο περιάλι (περιγιάλι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/