ἀποκαίω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαίω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαίω πολλαχ. καὶ Πόντ (᾿Αμισ. Κερασ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπουκαίγου Στερελλ. (’Αράχ.) ἀποκάω Πόντ. (᾿Αμισ.) κ.ἀ. ἀποκάβγω Νάξ.(᾿Απύρανθ.) ἀποκάφτω Πόντ. (Κοτύωρ.) Μές. ἀποκαίγουμαι Πελοπν. (Αἴγ.) ἀποκαίουμι Στερελλ. (Αἰτωλ. Κεφαλόβρ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποκαίω.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Καίω ἐντελῶς, ἐξαντλῶ τι εἰς καῦσιν, κατακαίω πολλαχ.: Σὲ λίγο θ᾿ ἀποκαῇ αὐτὸ τὸ δαυλὶ ποῦ καίεται ᾿ς τὸ τζάκι τώρα πολλαχ. Ὅ,τι ν᾿ ἀποκάψῃς εὐτὰ τὰ ξυλόκλαδα, θὰ σοῦ φέρω πάλι μιˬὰ μουλαρεˬὰ Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Δὲν ἀποκαήκαν ἀκόμη τὰ ξύλα Ἄνδρ. || Φρ. ’Απουκαίγου τοὺ φοῦρνου (καίω ὀλίγα φρύγανα εἰς τὸ στόμα τοῦ φούρνου μετὰ φούρνισμα γιˬὰ νὰ ροδίσῃ τὸ ψωμὶ) Στερελλ. (’Αράχ.) 2) Προκαλῶ ἐνόχλησιν κατὰ τὸν φάρυγγα, ἐπὶ φαγητοῦ δυσκόλως χωνευομένου Πόντ. (’Αμισ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Αποκαίει με τὸ φαεῖν Τραπ. || Φρ. ᾽Αποκαίει σε! (λέγεται εἰρωνικῶς πρὸς τὸν ζητοῦντά τι ἐδώδιμον καὶ γενικώτερον πρᾶγμά τι, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοῦ δοθῇ. Συνών. φρ. σὲ βλάφτει!) Χαλδ. Β) Μέσ. 1) Ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ καύσωνος, ἐπὶ τῶν φυτῶν Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: ᾿Απουκάηκι κιˬ ὅ,τι ἀπόμ’νι ἀκόμα ἄκαυτου θ᾿ ἀπουκαῇ κὶ τ’ ἄλλου τοὺ σ᾿ταρά’ ἀπ᾽ τ᾿ν πουλλή κάψα. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Θεοφρ. Φυτ. αἰτ 5,10,5 «καύματα ἔνια καὶ βότρυν καὶ ἐλάαν ἀποκάει καὶ ἄλλους καρπούς». 2) Ἐρυθριῶ ἐξ αἰδοῦς, αἰσθάνομαι ἐντροπὴν Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Αράχ.) Ἀπουκάηκι τοὺ πιδὶ ἅμα μ’ εἶδι Αἰτωλ. Τό ᾽πιˬασα τοὺ πιδὶ ἀπάν’ τὴ μbλεˬά μ᾿ κιˬ ἀπουκάηκι αὐτόθ. Τ᾿ κρέ’ς κιˬ ἀπουκαίγιτι, τέτο͜ιους εἶνι ᾽Αράχ. Συνών. ντροπιˬάζομαι (ἰδ. ντροπιˬάζω). 3) Μεταφ. μένω κατάπληκτος, ἐμβρόντητος, καταπλήσσομαι Πελοπν. (Αἴγ.): Σὰν ἄκουσα πῶς σκοτώθηκε, ἀποκάηκα ὁ δόλιˬος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/