ἀποκαλαένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαλαένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαλαένω, ἀποχαλαένω Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. *καλαένω.

Σημασιολογία

Φθείρω τὸ γάνωμα σκεύους τινὸς διὰ πολλῆς ἢ κακῆς χρήσεως ἔνθ᾽ ἀν.: ’Επεχαλάεσες τὸ σαχάν’ (ἔφθειρες τὸ γάνωμα τοῦ σαχανιοῦ) Ὄφ. Μὴ τρίβ’ς πολλὰ κιˬ ἀποχαλαέντς την ᾿εντζερὲν (μὴ τρίβῃς πολὺ τὸν τέντζερη, διότι ἀποβάλλεται τὸ γάνωμα αὐτοῦ) Τραπ. Συνών. ἀπογανώνω 1, ξεγανώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/