ἀποκαλαμεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαλαμεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκαλαμεˬὰ ἡ, Κρήτ. Κύθηρ. ἀπουκαλαμεˬὰ Λυκ. (Λιβύσσ.) ’ποκαλαμία Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. καλαμεˬά.
Σημασιολογία
Ἡ μετὰ τὸν θερισμὸν ὑπολειπομένη ἐν τῷ ἀγρῷ καλάμη ἔνθ’ ἀν.: ᾽Είνην χὰν ἀπουκαλαμεˬὰ ᾿ς τοὺν κάμπουν (ἐπὶ ἀπροστατεύτου γυναικὸς ἢ παιδίου) Λιβύσσ. Συνών. ἀποκάλαμη, ἀποκάλαμο 1, καλαμεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA