ἀποκάλαμη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκάλαμη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκάλαμη ἡ, Κῶς Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ἀποκαλάμη Κύπρ. ’ποκαλάμη Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς φρ. ἀπὸ καλάμης (ἐνν. πυροῦ), ἥτις σημαίνει μετὰ τὸν θερισμόν. ’Ιδ. Herwerden Lexic. suppletor. ἐν λ. καλάμη. Πβ. καὶ Preisigke Wörterb. griech. Papyr. ἐν τῇ αὐτῇ λ.
Σημασιολογία
᾽Αποκαλαμεˬά , ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ποῦ τὴ εἴαμεν ἐφέτι τὴν ράπυν του καὶ τὴν ἀποκάλαμήν του; Ρόδ. || ᾎσμ. ᾿Εφίλησά την τ᾿ ἔμεινεν σὰν τὴν ἀποκαλάμην Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA