ἀποκαλυβοῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαλυβοῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαλυβοῦμαι Νάξ. (Κορων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. *καλυβοῦμαι ἢ κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. καλύβα.

Σημασιολογία

Καταφεύγω ἕνεκα βροχῆς οἱονεὶ ὑπὸ καλύβην, ὑπὸ σκέπην: ’Σ τὸ κυνήι ἤμουνα καὶ ἦρθα ἐδῶ γιˬὰ νὰ ἀποκαλυβωθῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/