ἀποκαλύφτομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαλύφτομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκαλύφτομαι, ἀποκαλύβκομαι Κύπρ. ’ποκαλύβκομαι Κύπρ. Μετοχ. ᾿ποκαλυμ-μένος Κύπρ. -.ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. Τραούδ. 3,47 ’ποκαρυμ-μένος Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποκαλύπτομαι.
Σημασιολογία
1) ᾿Αποκαλύπτονται τὰ ὀστᾶ μου, γίνομαι λιπόσαρκος καὶ ἰσχνός, ἀπισχναίνομαι: ᾿Εποκαλύφτην ὀ ἄθ-θρωπος ’ποὺ τὴν διάρροιαν. Ἔν᾿ ᾿ποκαλυμ-μένον τὸ πρόσωπόν του ’ποῦ τὴν ἀρρώσκιˬαν γιὰ ’ποῦ τὴν δυστυχίαν. Συνών. φέγγω. 2) Μετοχ. ὁ ἐστερημένος τινὸς καὶ σφόδρα ἐπιθυμῶν τοῦτο: Ἄσμ. ’Εφίλουν την τ’ ἐλάλεν μου, κανεῖ σε, λυ-ιˬασμένε, κάμνεις πῶς ’ὲν εἶδες φιλεῖν ποτ-τέ, ’ποκαρυμ-μένε! (κανεῖ σε: σοῦ ἀρκεῖ, σὲ φθάνει). Μὲ είλη τοῦ φιλε͜ιοῦ ᾽ποκαρυμ-μένα ἐσμίξασιν σὰν σμίει τὸ νερὸν ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA