ἀποκαμάρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαμάρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκαμάρωμα τό, Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀποκαμάρωμαν Πόντ. (Κρώμν. Σάντ. Σούρμ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκαμαρώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀφαίρεσις τῆς καμάρας, τοῦ πέπλου τῆς νύμφης, μετὰ τὸ γαμήλιον δεῖπνον ἔνθ’ ἀν.: Φρ. ’Σ σ’ ἀποκαμάρωμαν ἔρθεν (ἐπὶ τοῦ βραδέως, μετὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν ἐλθόντος. Συνών. φρ. κατόπιν ἑορτῆς) Σάντ. 2) Τὸ ὑπὸ γυναικῶν ᾀδόμενον γαμήλιον ᾆσμα κατὰ τὴν τέλεσιν τοῦ ἀποκαμαρώματος Πόντ. (Κρώμν. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/