ἀποκαματεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαματεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαματεύω ἀμάρτ. ἀποκαματεύγω Νάξ.(᾿Απύρανθ.) ’ποκαματεύκω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. καματεύω.

Σημασιολογία

1) Παύω νὰ καματεύω, τελειώνω τὴν ἄροσιν τῶν ἀγρῶν Νάξ. (᾽Απύρανθ.) 2) Ἐπὶ τῶν βοῶν, ἀποκάμνω, ἀδυνατῶ, καθίσταμαι ἀνίκανος πρὸς ἄροσιν Κύπρ: Τὰ βούδκιˬα μου ἐποκαμάτεψαν. 3) Μεταφ. ἐπὶ τέμνοντος ὀργάνου, ἀμβλύνομαι Κύπρ.: Τὸ μααίριν ἐποκαμάτεψεν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/